κεράμβυξ

κεράμβυξ
κεράμβυξ, -υκος
Grammatical information: m.
Meaning: `longicorn beetle, `Hornschröter' (Nic. Fr. 39, H.; on the meaning Goossens L'Ant. Class. 17, 263ff.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cf. σήραμβος, κόλυμβος, κόρυμβος a. o. (Chantraine Formation 261), and βόμβυξ, ὄρτυξ etc. (ib. 383 and 397). Another formation is κεράμβηλον, glossed by H. a. o. with κάνθαρος; cf. πέτηλος, κίβδηλος a. o. - The form cannot be derived from κέρας `horn'. If they have prenasalization, as seems probable, it is a Pre-Greek word. We know that -ηλ(ο)- is a Pre-Greek suffix. Also the suffix -υκ- is Pre-Greek. Fur. (passim) compares κᾱ́ραβος, καρά(μ)βιος and καραβίδες, as well as *σκαραβαῖος, all beetles; the form κερα- may have been adapted to κέρας. It is surprising that th etymology with κέρας is so long retained and that the Pre-Greek character has not been observed.
Page in Frisk: 1,822-823

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεράμβυξ — ο (Α κεράμβυξ, υκος) γένος εντόμων που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια κεραμβυκίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας με διπλό εκφραστικό επίθημα (α)μβ υξ < (α)μβ ος (πρβλ. σήρ αμβος, κόλυ μβος) + υξ (πρβλ. βόμβ υξ, δοίδ υξ)] …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • κεραμβυκίδες — (cerambycidae). Μεγάλη οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Περιλαμβάνει περίπου 30.000 είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε υποτροπικές και τροπικές περιοχές. Χαρακτηρίζονται από το μεγάλο σώμα τους, το οποίο είναι επίμηκες και κυλινδρικό,… …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • k̂er-, k̂erǝ- : k̂rā-, k̂erei-, k̂ereu- —     k̂er , k̂erǝ : k̂rā , k̂erei , k̂ereu     English meaning: head; horn     Deutsche Übersetzung: “das Oberste am Кörper: Kopf; Horn (and gehörnte Tiere); Gipfel”     Material: O.Ind. síras n. (ved. only nom. acc.) “head, cusp, peak”, Av. sarah …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”